Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΔΩΡΟ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ


Στη διάρκεια του χριστουγεννιάτικου παζαριού που έκανε ο Σύλλογος Γονέων στο 1ο Γυμνάσιο Περαίας, διοργάνωσε και έναν διαγωνισμό για την καλύτερη χριστουγεννιάτικη ιστορία σε όλα τα τμήματα σε κάθε τάξη. Σαν καλύτερη ιστορία από την Α΄τάξη του γυμνασίου μας, μια επιτροπή από τους φιλολόγους του σχολείου, επέλεξε αυτήν που σήμερα δημοσιεύουμε.
Είναι της Αναστασίας Τζάρου, μαθήτριας της Α' τάξης, και ο τίτλος της ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΔΩΡΟ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ :

Ήταν 23 Δεκεμβρίου. Το χιόνι έξω έπεφτε πυκνό. Η Άννα καθόταν στο κρεβάτι της και κοιτούσε απ΄το παράθυρο τις νιφάδες του χιονιού που θαρρείς έγιναν ξαφνικά μπαλαρίνες με κατάλευκες στολές. Χόρευαν τόσο όμορφα! Σηκώθηκε κι αυτή και άρχισε να χορεύει στο μεγάλο κρεβάτι της. Για μια στιγμή νόμιζε πως ήταν κι αυτή έξω και χόρευε μαζί τους στον αέρα.

Η ΄Αννα ήταν ένα πανέμορφο πεντάχρονο κοριτσάκι με ξανθά μπουκλοτά μαλλιά και δύο καταγάλανα μάτια. Και πραγματικό χόρευε τόσο όμορφα! «Όταν μεγαλώσω θα γίνω μπαλαρίνα» έλεγε. Αλλά πάντα ακολουθούσαν κοροϊδευτικά γέλια απ ΄τα αδέρφια της κι αυτή απελπιζόταν.

Αυτή ήταν λοιπόν η Άννα, που ταξίδευε σε αυτό το τόσο ωραίο όνειρο, αυτή την κρύα νύχτα του Χειμώνα. Αλλά δυστυχώς όλα τα όνειρα κάποτε τελειώνουν, μόνο που αυτό τελείωσε τόσο άδοξα που δεν του άξιζε.

-Άννα! Πόσες φορές σου έχω πει να μη χοροπηδάς στο κρεβάτι σου; ακούστηκε απ΄ την πόρτα η φωνή της κυρίας Τάνιας.

Η κυρία Τάνια ήταν η κουβερνάντα του σπιτιού. Πρόσεχε την Άννα και τα αδέρφια της όσο ο πατέρας τους έλειπε σε συνέδρια. Ήταν μια πολύ αυστηρή και ιδιότροπη γυναίκα που δεν έπαιρνε ποτέ από αστεία. Η Άννα και τα αδέρφια της δεν τη συμπαθούσαν καθόλου. Και συνέχεια οργάνωναν σχέδια για να την κάνουν να μην αντέχει άλλο. Πέρσι για παράδειγμα της έβαλαν πέντε ποντίκια μέσα στην τσάντα της. Το τι έγινε μόλις άνοιξε την τσάντα δεν περιγράφεται .

-Πήγαινε στην τραπεζαρία για φαγητό, τώρα! Συνέχισε.
-Δεν πεινάω κυρία, είπε σιγανά.
-Θα φας, θες δε θες! Φώναξε απότομα η κ. Τάνια.
-Αν ήταν εδώ η μαμά, δε θα με έκανε έτσι! Και δεν πρόκειται να πάω για φαγητό! Και να ξέρετε ότι είστε πολύ κακιά! Τα είπε όλα αυτά μονορούφι η Άννα και ξέσπασε σε λυγμούς.
-Καλά μην κάνεις έτσι, είπε τώρα πιο ήρεμα η κυρία Τάνια. Και σου έχω πει ότι η μαμάς ου είναι στον ουρανό και να μη μου λες όλο γι αυτή. Τέλος πάντων αν δε θες να φας μην τρως αλλά να είσαι φρόνιμη. Εντάξει;
-Εντάξει, είπε η Άννα πιο ήρεμα τώρα και ξάπλωσε στο κρεβάτι της. Σε λίγο είχε αποκοιμηθεί. Και στο όνειρο της είδε ότι ήταν μια διάσημη μπαλαρίνα και χόρευε ενώ της πετούσαν τριαντάφυλλα και κρίνα.

Τον ύπνο της διέκοψαν οι φωνές της αδερφής της.
-Άννα, ξύπνα, είναι πρωί! Τα έμαθες τα νέα; Κάποιος έκλεψε τρόφιμα απ΄ την αποθήκη στον κήπο.
Η ΄Αννα πετάχτηκε κατευθείαν απ ΄το κρεβάτι.
-Απ΄ την αποθήκη είπες; Μα πώς μπήκε αφού ήταν κλειδωμένα;
-Μπήκε απ΄το μικρό παραθυράκι.
-Μα πώς χώρεσε βρε Μαριαλένα; Αφού μόνο εγώ χωράω εκεί.
-Θα σου πω, αλλά μην το πεις σε κανέναν. Χώρεσε, γιατί ήταν ένας καλικάντζαρος.
-Καλικάντζαρος; Τι είναι αυτό;
-Είναι κάτι φοβερά τέρατα που τα Χριστούγεννα κλέβουν τα φαγητά απ΄τα σπίτια και μάλιστα, άμα πεινάνε πολύ, τρώνε και μικρά παιδάκια. Τους αρέσουν ιδιαίτερα οι Άννες.
-Αλήθεια μου λες;
-Φυσικά και σου λέω αλήθεια, αλλά γεια σου τώρα, γιατί έχω μάθημα πιάνου και πρέπει να φύγω .
Αυτά είπε η Μαριαλένα, αφήνοντας τη μικρή Άννα καταφοβισμένη.
Της Μαριαλένας της άρεσε πολύ να τρομάζει την ΄Αννα. Έφτιαχνε χίλιες δυο ιστορίες και η καημένη η Άννα τα πίστευε όλα. Νόμιζε ότι, επειδή ήταν εφτά χρόνια μεγαλύτερη, τα ήξερε όλα και πάντα έκανε ό,τι της έλεγε.
Έτσι λοιπόν, η Άννα την είχε σχεδόν πιστέψει και αυτή την φορά. Είχε κάτσει λοιπόν στο κρεβάτι της και σκεφτόταν: «Ποιος ήταν άραγε ο μυστηριώδης κλέφτης; Έλεγε αλήθεια η Μαριαλένα; Κι αν ναι, μήπως την έτρωγε κι αυτήν το μυστηριώδες τέρας;»

H μέρα πέρασε όλο αγωνία για το σπίτι αλλά όλα ξεχάστηκαν το βράδυ όταν φάνηκε το αμάξι του μπαμπά στην αυλή. Και τα τρία παιδιά μέχρι και ο Πασχάλης ο μεγαλύτερος αδερφός της που απ΄το πρωί ως το βράδυ έπαιζε ηλεκτρονικά, μέχρι κι αυτός έτρεξε. Και οι τρεις λοιπόν πέσανε στην μεγάλη αγκαλιά του μπαμπά. Τον συνόδευσαν μέχρι την πόρτα και τότε ο Πασχάλης λέει στην Άννα:
-Τρέχα γρήγορα στην αποθήκη και φέρε το αγαπημένο κρασί του μπαμπά.

Η Άννα δεν περίμενε να ακούσει δεύτερη κουβέντα. Πήρε το κλειδί και έτρεξε να ανοίξει την αποθήκη. Μπήκε μέσα και άνοιξε τον φακό της κατέβασε ένα μπουκάλι κρασί από ένα ράφι και έκανε να φύγει. Όμως ξαφνικά κοκκάλωσε ….πίσω από κάτι μεγάλα κουτιά υπήρχε κάποιος. Η ανάσα του ακούγονταν το ίδιο τρομαγμένη με την δικιά της. Τα λόγια της Μαριαλένας πέρασαν σαν αστραπή απ΄το μυαλό της. «λες εκεί πίσω να ήταν ο καλικάντζαρος; Λες να θέλει να τη φάει;» Αλλά όχι δεν ήταν φοβιτσιάρα η Άννα. Πήρε λοιπόν θάρρος και ρώτησε τρέμοντας:
-Ποιος είναι εκεί πίσω;
Τότε μια το ίδιο φοβισμένη φωνή είπε:
-Να μου πεις πρώτα ποιός είσαι εσύ.
Η Άννα κατάλαβε ότι αυτή η φοβισμένη φωνή μάλλον δεν ανήκε σε κάποιο φοβερό τέρας και έτσι είπε τώρα χωρίς φόβο:
-Είμαι η Άννα και είμαι πέντε χρονών.
Τότε πίσω απ΄τις κούτες ξεπρόβαλε ένα μικρό αγοράκι με σκισμένα ρούχα, καστανά ανακατεμένα μαλλιά και δύο όμορφα μεγάλα καστανά μάτια όλο αθωότητα.
Όχι, δεν μπορεί αυτό το τόσο μικρό, αθώο και άκακο πλάσμα να είναι ο καλικάντζαρος, «Τι χαζή που είμαι και πίστεψα την Μαριαλένα» σκέφτηκε η Άννα. Τότε το μικρό αγόρι έκοψε την σιωπή.

-Με λένε Βαγγέλη και είμαι και εγώ πέντε χρονών, είπε.
-Μα τι δουλειά έχεις στο σπίτι μου; Είπε γεμάτη περιέργεια η Άννα.
-Το έσκασα από ένα ορφανοτροφείο, γιατί δεν μου άρεσε εκεί. Μας φέρονταν άσχημα, δεν τους ένοιαζε καθόλου για το τι προβλήματα είχαμε, μόνο να μας ταΐζουν ήξεραν. Άσε που εγώ ήθελα πάντα να γίνω μπασκετμπολίστας. Μου αρέσει πάρα πολύ το μπάσκετ αλλά πάντα με κορόιδευαν όταν τους το έλεγα έτσι έφυγα μήπως βρω την τύχη μου κάπου αλλού.
-Και εγώ το ίδιο πρόβλημα έχω, θέλω να γίνω μπαλαρίνα αλλά κανείς δεν με παίρνει στα σοβαρά, απάντησε η Άννα και τα μάτια της έλαμπαν από χαρά που βρήκε έναν φίλο με το ίδιο πρόβλημα.
-Λοιπόν νομίζω ότι εμείς οι δύο θα γίνουμε καλοί φίλοι. Είπε, τέλος, ο Βαγγέλης.
-Και γιατί δεν έρχεσαι σπίτι μου να ρωτήσουμε τον μπαμπά μου αν γίνεται να μείνεις μαζί μας; Έχει πολλά λεφτά και θα σε γράψει και σε ομάδα μπάσκετ άμα θες.
-Φυσικά και θέλω και γιατί δεν το λες τόση ώρα! Αλλά είσαι σίγουρη ότι δεν θα έχει θυμώσει που σας έκλεψα τρόφιμα;
-Μην ανησυχείς, θα του τα εξηγήσω όλα εγώ.

Και έτσι η Άννα κατάφερε να πείσει τον Βαγγέλη να την ακολουθήσει. Διέσχισαν τον διάδρομο και έφτασαν μπροστά στην μεγάλη πόρτα του σπιτιού, χτύπησαν το κουδούνι και περίμεναν όλο αγωνία το άνοιγμα της πόρτας. Η έκπληξη όλων ήταν μεγάλη όταν είδαν την Άννα να έχει φέρει αντί για ένα μπουκάλι κρασί, ένα μικρό παράξενο αγόρι.

Σιγά-σιγά γνώρισε όλη την οικογένεια και έγινε πολύ σύντομα επίσημο μέλος της. Όλοι ήταν πολύ χαρούμενοι που είχε έρθει στην οικογένεια. Ή μάλλον, όχι όλοι. Η κυρία Τάνια ήταν πολύ στεναχωρημένη που θα είχε ένα ακόμη διαβολάκι να προσέχει.
Την επόμενη Κυριακή το απόγευμα ο Βαγγέλης ήταν σε γήπεδο μπάσκετ και έπαιζε τον πρώτο αγώνα μπάσκετ με την ομάδα του. Κατάφερε μάλιστα, να βάλει δέκα καλάθια και ο προπονητής του δεν πίστευε στα μάτια του.
Την ίδια ώρα, σε ένα μέγαρο η Άννα χόρευε μπαλέτο. Μόλις τελείωσε, λούστηκε στα τριαντάφυλλα και το πλήθος ήταν κατάπληκτο με το ταλέντο της.

Όλος ο κόσμος έλεγε «Αυτά τα παιδιά κάποτε θα γίνουν σπουδαία» και η Άννα ήταν πανευτυχής, αλλά περισσότερο ήταν ευτυχισμένη γιατί αυτά τα Χριστούγεννα είχε πάρει το καλύτερο δώρο στον κόσμο.
Ένα καλό φίλο.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΖΑΡΟΥ
1ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΠΕΡΑΙΑΣ – Α΄ τάξη
από ΑΚΤΙΒΙΣΤΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Read more: Go to TOP and Bottom