Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011

37 χρόνια από το προδοτικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου στην Κύπρο

Έτσι φτάσαμε στην καταστροφή του ’74

Λευκωσία: Η 15η Ιουλίου 1974, οπόταν εκδηλώθηκε το πραξικόπημα, ήταν το αποκορύφωμα της παράνομης δράσης της ΕΟΚΑ Β’ η οποία τα χρόνια που προηγήθηκαν επέφερε, σε συνεργασία με χουντικούς αξιωματικούς, αποσταθεροποίηση και προλείανε το έδαφος για την υλοποίηση των σχεδίων ανατροπής του Μακαρίου και κατ’ επέκτασιν της τουρκικής εισβολής.

Η ιδέα της Ένωσης (με κάθε τρόπο) με την Ελλάδα, η οποία ήταν το πρόσχημα, καλλιεργήθηκε στα σχολεία και στην Εθνική Φρουρά, παρόλον ότι ο τότε πρόεδρος της Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπος Μακάριος είχε τη στήριξη ποσοστού 95,45%.

Όποιος δεν ευθυγραμμιζόταν με τους στόχους της ΕΟΚΑ Β γινόταν στόχος και στα χρόνια που έδρασε δολοφονήθηκαν πολίτες δημοκρατικών ιδεωδών ενώ στο στόχαστρο βρέθηκαν ακόμη και αγωνιστές της ΕΟΚΑ οι οποίοι δεν συμφωνούσαν με τις επιλογές της ΕΟΚΑ Β.

Το κλίμα στο εσωτερικό μέτωπο επιδεινώθηκε με την κάθοδο στο νησί του Γεώργιου Γρίβα, ο οποίος το 1971 ίδρυσε και την ΕΟΚΑ Β. Από το πόρισμα της Βουλής των αντιπροσώπων προκύπτει ότι η Χούντα ήταν ενήμερη για την κάθοδο του Γρίβα στην Κύπρο, οπόταν άρχισε να προετοιμάζεται σταδιακά η διενέργεια πραξικοπήματος. 

Στο πλαίσιο αυτό, το 1972 η ΕΟΚΑ Β’ εισήγαγε οπλισμό στο νησί και προφανώς αυτό κατέστη δυνατό λόγω και της χρηματοδότησής της από το εξωτερικό. Τη χρονιά εκείνη φαίνεται να οργανωνόταν η διενέργεια πραξικοπήματος το οποίο ωστόσο απετράπη λόγω κινητοποιήσεων του λαού.


Στο παιγνίδι για ανατροπή του Μακαρίου, ρόλο διεδραμάτισαν και τρεις μητροπολίτες οι οποίοι τάσσονταν εναντίον του. Οι τρεις επικαλέστηκαν τους ιερούς κανόνες με βάση τους οποίους όποιος έφερε ιερατικό αξίωμα, δεν θα μπορούσε να κατέχει και πολιτειακό αξίωμα.

Δεδομένης της δράσης της ΕΟΚΑ Β ο Μακάριος ίδρυσε το «Εφεδρικό», το οποίο χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα που είχε στη διάθεσή του κατάφερε συντριπτικά πλήγματα στην ΕΟΚΑ Β. Ωστόσο, η διενέργεια πραξικοπήματος είχε αποφασιστεί και θα υλοποιείτο στις 15 Ιουλίου 1974, κάτι το οποίο, φέρεται να μην πίστευε ούτε ο ίδιος ο Μακάριος, ο οποίος παρά την αντιπαράθεσή του με τη Χούντα δεν ήθελε να πιστέψει ότι αυτή θα διενεργούσε πραξικόπημα αφού ήταν ηλίου φαεινότερον ότι κάτι τέτοιο θα προκαλούσε την επέμβαση της Τουρκίας.

Τι έγινε όμως την ημέρα του πραξικοπήματος; Ο τότε υφυπουργός παρά τω Προέδρω κ. Πάτροκλος Σταύρου περιέγραψε την κατάσταση σε διάφορες συνεντεύξεις του, μέσω των οποίων ενημερωνόμαστε κι εμείς, πώς άρχισε και πώς τέλειωσε η μέρα εκείνη.

«Στις 6.30 π.μ., ο Μακάριος έφτασε στο Προεδρικό Μέγαρο από το Τρόοδος. Συναντήθηκε με τον Γενικό Εισαγγελέα ενώ ανέμενε να τον συναντήσει και ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Χρήστος Βάκης ο οποίος λίγο καιρό πριν είχε απαχθεί από την ΕΟΚΑ Β’.

Στις 8 π.μ. ο Μακάριος εμφανίζεται στην αίθουσα τελετών του Προεδρικού, όπου τον ανέμεναν Ελληνόπουλα του Καΐρου τα οποία φιλοξενούσε.

Τότε ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Ακολούθησε ανταλλαγή πυροβολισμών της προεδρικής φρουράς με τους πραξικοπηματίες.

«Υποθέσαμε», λέει ο κ. Σταύρου, «ότι επρόκειτο για επίθεση της ΕΟΚΑ Β, στην οποίαν “εδάνεισε” οπλισμό η Εθνική Φρουρά, ακόμη και τανκς, γιατί είδαμε ένα άρμα μάχης να προχωρεί προς την είσοδο του Προεδρικού Μεγάρου, για να εξευτελίσουν τον Μακάριο μέσα στην ίδια την έδρα του και μετά να αποχωρήσουν. Ο Μακάριος μού είπε να τηλεφωνήσω στο Ραδιοφωνικό Ιδρυμα Κύπρου (ΡΙΚ) και να πω ότι γίνεται ένοπλη επίθεση κατά του Προεδρικού Μεγάρου και να καλέσουν τον λαό σε συλλαλητήριο κατά των επιδρομέων. Το τηλέφωνο του ΡΙΚ δεν απαντούσε».

Ο Μακάριος επείσθη να εγκαταλείψει το προεδρικό προς την κοίτη του ξεροπόταμου Πεδιαίου και την ώρα εκείνη το ραδιόφωνο μετέδιδε ότι «ο Μακάριος είναι ήδη νεκρός».

Λίγο αργότερα ο πρόεδρος του πραξικοπήματος Νίκος Σαμψών, μιλά σε συνέντευξη Τύπου για την «εθνοσωτήριον επέμβασιν» της Εθνικής Φρουράς.

Μόλις ο Μακάριος άρχισε να κατηφορίζει για να φύγει, συναπαντήθηκε με πολεμική συμπλοκή. Και στο σημείο εκείνο είχαν φτάσει πραξικοπηματίες, σε μίαν άκρη. Τους βρήκε ο αξιωματικός Τάκης Τσαγγάρης με τους άνδρες του και συγκρούστηκε μαζί τους και τους απώθησε. Μαζί με τον Μακάριο είχαν φύγει, συνοδεύοντάς τον, ο Θρασυβούλου, ο Ποταμάρης και ο ανεψιός του Ανδρέας Νεοφύτου.

Ο Μακάριος σκέφτηκε να πάνε στο Μετόχι του Κύκκου αλλά όταν πλησίασε ενημερώθηκε από αξιωματικό της Προεδρικής Φρουράς ότι έρχονταν άρματα από την Κοκκινοτριμιθιά με κατεύθυνση τη δυτική πλευρά του Προεδρικού Μεγάρου, από όπου διέφυγε προηγουμένως ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος.

Ο Μακάριος και η συνοδεία του έφτασαν στην Κλήρου και από εκεί κατευθύνθηκαν στο μοναστήρι του Κύκκου, όπου γευμάτισε και ξεκουράστηκε λίγο.

Ακολούθως έφτασαν στην Πάφο όπου χιλιάδες λαού τον υποδέχτηκαν στη Μητρόπολη (εναντίον της οποίας έβαλε την επόμενη μέρα η πολεμική ακταιωρός «Λεβέντης»). Από τον τοπικό σταθμό της πόλης ο Μακάριος απηύθυνε το διάγγελμά του προς τον λαό, ότι είναι ζωντανός, όχι νεκρός όπως η χούντα το ήθελε, και εκάλεσε όλους σε αντίσταση: Ανάμεσα σε άλλα ο Μακάριος είπε και τα εξής: «Το πραξικόπημα της χούντας απέτυχε. Εγώ ήμουν ο στόχος της χούντας, και εφ’ όσον εγώ ζω, η χούντα εις την Κύπρον δεν θα περάσει. Ο Κυπριακός Ελληνισμός δεν ανέχεται πραξικοπήματα και δικτατορίες.
Ελληνικέ Κυπριακέ λαέ! Η χούντα απεφάσισε να καταστρέψει την Κύπρον, να την διχοτομήσει. Αλλά δεν θα το κατορθώσει.
Πρόβαλε παντοιοτρόπως αντίστασιν στη χούντα. Μη φοβηθείς. Διαδήλωσε την θέλησιν και την απόφασίν σου να αντισταθείς, να αγωνισθείς. Ενταχθείτε όλοι εις τας νομίμους δυνάμεις του κράτους. Η χούντα δεν πρέπει να περάσει και δεν θα περάσει».

Την επόμενη μέρα ελικόπτερο της Ειρηνευτικής Δύναμης των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο μετέφερε τον Μακάριο στη βρετανική στρατιωτική βάση της Επισκοπής, κοντά στη Λεμεσό, και από εκεί ένα στρατιωτικό αεροπλάνο τον πήγε στη Μάλτα. Από εκεί, στην Αγγλία και στην Αμερική. Ο Μακάριος επέστρεψε στην Κύπρο στις 7 Δεκεμβρίου 1974.

Η αντίστροφη μέτρηση 

Την επομένη του πραξικοπήματος (16 Ιουλίου) καταβάλλεται προσπάθεια να περάσει το μήνυμα στον έξω κόσμο και ειδικά προς την Τουρκία ότι πρόκειται για ενδοκυπριακή υπόθεση.

Στην Άγκυρα ο υπουργός Αμύνης Ισίκ συναντάται με τον Έλληνα πρέσβη στον οποίο αφού του καθιστά γνωστή την επικινδυνότητα της κατάστασης, δηλώνοντας την απαράδεκτη επέμβαση στην Κύπρο, του ζητά την επίσημη θέση της Ελλάδας επί των ενόχων δραστών. Την ίδια μέρα ο Τούρκος πρωθυπουργός Ετζεβίτ συναντάται με τους ηγέτες των κομμάτων της αντιπολίτευσης.

Στις 17 Ιουλίου στην Αθήνα επικρατεί ηρεμία ενώ ο Μακάριος αναχωρεί από το Λονδίνο για τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Τις μεσημβρινές ώρες της 18ης Ιουλίου μεταβαίνει εσπευσμένα στην Αθήνα ο ταξίαρχος Σωτηριάδης που υπηρετούσε στο Αρχηγείο του ΝΑΤΟ Σμύρνης μεταφέροντας σχετική ενημέρωση που είχε από τον Αμερικανό στρατηγό Διοικητή για επικείμενη τουρκική απόβαση εντός των επομένων 48 ωρών, όπου και την κάνει γνωστή αυτοπροσώπως στον στρατηγό Μπονάνο.

Λίγα λεπτά αργότερα διατάζεται Γενική Επιφυλακή όλων των μονάδων.

Στις 19 Ιουλίου ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος καταγγέλλει από το βήμα του Συμβουλίου Ασφαλείας επέμβαση στα εσωτερικά της Κύπρου.

Ξημερώματα της 20ής Ιουλίου εκδηλώνεται η τουρκική εισβολή, της οποίας τα αποτελέσματα δεν έχουν αρθεί. 200 000 πρόσφυγες, περίπου 1500 αγνοούμενοι, χιλιάδες νεκροί.
www.philenews.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Read more: Go to TOP and Bottom